- σμάμα
- τὸ, Α(δωρ. τ.) βλ. σμῆμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμήμα — και δωρ. τ. σμᾱμα, ήματος, τὸ, Α καθετί που χρησιμεύει για καθαρισμό, σαπούνι, απορρυπαντική αλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμη τού σμῶ* + κατάλ. μα. Ο τ. σμᾶμα της Αλεξανδρινής είναι σχηματισμένος κατά τους δωρ. τ.] … Dictionary of Greek
σμώ — ήω και άω, Α 1. (ενεργ και μέσ.) πλένω με σαπούνι ή με αλοιφή («κατέλιπον αὐτὴν σμωμένην ἐν τῇ πυέλῳ», Αριστοφ.) 2. σκουπίζω, καθαρίζω («εἰσιὼν ταῡτα τε καὶ τὰ ἄλλα ἡδύνειν καὶ τὴν κάρδοπον σμῆν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σμῶ… … Dictionary of Greek